- υαλώδης
- -ες / ὑαλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και ὑελώδης, -ῶδες, Α [ὕαλος / ὕελος]υαλοειδήςνεοελλ.1. (βοτ.-μυκητ.) (σχετικά με δομή ή υφή) άχρωμος και διαφανής2. φυσ.-χημ. άμορφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑαλώδης — green masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑαλώδης green masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὑαλώδης green masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλώδει — ὑαλώδης green masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑαλώδης green masc/fem/neut dat sg ὑαλώδεϊ , ὑαλώδης green dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλώδη — ὑαλώδης green neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑαλώδης green masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑαλώδης green masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… … Dictionary of Greek
υαλοβασάλτης — Υαλώδης παραλλαγή του πετρώματος βασάλτη, η οποία διακρίνεται για την αφθονία μικρολιθικών και σφαιρολιθικών σχηματισμών, παρεμφερής προς τον οψιδιανό. Παλαιότερα το θεωρούσαν ορυκτό και εξαιτίας του μαύρου χρώματός του είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
ὑαλῶδες — ὑαλώδης green masc/fem voc sg ὑαλώδης green neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλώδεις — ὑαλώδης green masc/fem acc pl ὑαλώδης green masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλώδεος — ὑαλώδης green masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλώδους — ὑαλώδης green masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… … Dictionary of Greek